- παραδοχά
- παραδοχά̱ , παραδοχήreceptionfem nom/voc/acc dualπαραδοχά̱ , παραδοχήreceptionfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραδοχάς — παραδοχά̱ς , παραδοχή reception fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδοχή — η / δωρ. τ. παραδοχά, ΝΑ νεοελλ. το να παραδέχεται κανείς κάτι, η συμφωνία για κάτι ότι είναι σωστό ή αληθινό αρχ. 1. το να λαμβάνει κάποιος κάτι, η αποδοχή, η παραλαβή 2. αντίληψη 3. κληρονομική μεταβίβαση, προγονική παράδοση («πατρίους… … Dictionary of Greek